O ελληνικός τουρισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Για τον λόγο αυτό η διατήρηση και περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα της Πολιτείας.Μπορεί να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι οι προοπτικές του τουρισμού είναι σταθερές και μακροπρόθεσμες;
Ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι κυβερνητικές θριαμβολογίες για τον κλάδο; Η οικονομική επέκταση μπορεί να κρύψει τα εμφανή σημάδια «κόπωσης» και ορίων που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός; Η φετινή χρονιά υπήρξε αποκαλυπτική για το που βαδίζει ο τουρισμός και ποιο μοντέλο τελικά ακολουθείται, με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις της Αστυπάλαιας και της Σαντορίνης που ανέδειξαν με ενάργεια τον προσανατολισμό της κυβέρνησης προς τον μαζικό τουρισμό και τα μεγάλα μεγέθη, σε βάρος των τοπικών κοινωνιών και του περιβάλλοντος.
Επιπλέον, αποδείχθηκε φέτος πόσο οι οικονομικές συνθήκες και κυρίως η αύξηση του κόστους ζωής επηρεάζουν τις τουριστικές επιλογές και τις καταναλωτικές συνήθειες των τουριστών στην Ελλάδα, εγχώριων και ξένων.
Οι μισοί Έλληνες, σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ, δεν μπόρεσαν να πάνε διακοπές εξαιτίας του υψηλού κόστους ζωής λόγω πληθωρισμού, χαμηλών μισθών, και της ακρίβειας σε εισιτήρια, διαµονή, βενζίνη και φαγητό. Για τους ξένους τουρίστες τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον μήνα Ιούλιο 2024 είναι εξίσου αποκαλυπτικά καθώς επιβεβαίωσαν τη μείωση των τουριστικών εισπράξεων στο 4,4% σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρσι.
Η εξέλιξη αυτή ως προς τα τουριστικά έσοδα, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλεί η εποχικότητα και ο υπερτουρισμός, ο μη ορθολογικός τρόπος διαχείρισης των τουριστικών προορισμών, η εξάντληση των πόρων τους, η απώλεια της φυσιογνωμίας τους, και η πίεση που δέχονται οι τοπικές κοινωνίες από την εισροή τουριστών θα έπρεπε να έχουν σημάνει συναγερμό στην κυβέρνηση.
Μόλο ταύτα, η κυβέρνηση λαμβάνει αποσπασματικά μέτρα και προχωρεί σε καθυστερημένες παρεμβάσεις, εισπρακτικού κυρίως χαρακτήρα, όπως η επιγενόμενη, δεύτερη μέσα στο ίδιο έτος, αύξηση του τέλους για την κλιματική αλλαγή καθώς και η αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Από τη μία μεριά απομυζεί την τουριστική δραστηριότητα υπερφορολογώντας την, κι από την άλλη δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητάς της.
Για την κυβέρνηση η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη είναι μόνο στα λόγια.Την ώρα που μιλάει για την κλιματική κρίση, ο αποκλεισμός από τον αναπτυξιακό νόμο και τις σχετικές δράσεις που υλοποιούνται μέσω προγραμμάτων του ΕΣΠΑ των χαμηλότερων κατηγοριών τουριστικών καταλυμάτων, στερεί τη δυνατότητας ανακαίνισης, εκσυγχρονισμού και ενεργειακής αναβάθμισής τους.Ενώ μιλάει για δίκαιη ανάπτυξη, η καθυστέρηση ανάπτυξης υποδομών σε όλη τη xώρα και η έλλειψη συντήρησης τους αποτελούν σε -πολλές των περιπτώσεων- εμπόδιο στην αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των επιμέρους τουριστικών προορισμών για την προσέλκυση αναβαθμισμένου τουρισμού, όπως και στην ισόρροπη κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας και των πλεονεκτημάτων της σε όλη τη χώρα.
Παράλληλα, η απουσία ποιοτικής βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών ως συνέπεια της έλλειψης ικανού αριθμού εργαζομένων, η παραγωγή μη καταρτισμένου φτηνού εργατικού προσωπικού, καθώς και η απουσία ουσιαστικής αναβάθμισης της τουριστικής εκπαίδευσης και προγραμμάτων κατάρτισης και βελτίωσης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, αποτελούν ακόμα μία ακόμα κυβερνητική επιλογή που προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών, τα οποία εντείνονται όσο αυξάνονται οι τουριστικές ροές, και οδηγούν σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς μας.
Και, βέβαια, προκαλεί μια οξυνόμενη και ραγδαία επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, δηλαδή της ραχοκοκαλιάς του τουρισμού, που βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλαπλά πλήγματα στην καθημερινότητά τους. Ακόμα και το υπό διαβούλευση Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον τουρισμό δεν λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες από την κλιματική αλλαγή, όπως έλλειψη νερού και ενέργειας, ούτε την «τρωτότητα» των περιοχών και την φέρουσα ικανότητά τους. Δεν ενσωματώνει υποχρεωτικά, ως όφειλε, τις υπερκείμενες πολιτικές όπως πχ. την Ευρωπαϊκή πολιτική για την πράσινη οικονομία, την πολιτική για την διαχείριση των αποβλήτων, την κυκλική οικονομία.
Τέλος, δεν λαμβάνει υπόψη τη γεωγραφική τους ιδιαιτερότητα, ούτε την τουριστική ένταση. Οι πολιτικές επιλογές και οι επικοινωνιακού χαρακτήρα κυβερνητικές ανακοινώσεις για δήθεν προώθηση ενός νέου ανθεκτικού παραγωγικού μοντέλου στον τουρισμό όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στο όραμα της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στοχεύουν στην τουριστική μεγέθυνση χωρίς όρους και κανόνες, προσανατολισμένη αποκλειστικά στην επίτευξη οικονομικού κέρδους εις βάρος του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και των μελλοντικών γενεών. Τέλος, η συζήτηση περί ανάπτυξης των εναλλακτικών μορφών τουρισμού αποδεικνύεται προσχηματική όπως, αντίστοιχα, είναι η συζήτηση για την συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών κοινωνιών για το είδος ανάπτυξης που αυτές θέλουν.
Το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς του ελληνικού τουρισμού και κυρίως της ικανότητάς του να λειτουργεί και να αναπτύσσεται βιώσιμα προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και των εργαζομένων, μέσω ενός νέου διαφοροποιημένου, «πράσινου», ποιοτικού τουριστικού μοντέλου που να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, υλικά και άυλα, κάθε περιοχής μέσα από την ανάπτυξη εξειδικευμένων προϊόντων εμπειρίας ανά περιοχή σε αντιστοίχιση με τους διαθέσιμους πόρους.Ενός τουριστικού μοντέλου που θα αποβλέπει στην ικανοποίηση των επισκεπτών, σε βιώσιμες επιχειρήσεις με την παροχή κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων, σε αξιοπρεπείς αποδοχές και συνθήκες εργασίας των εργαζομένων του κλάδου, στην ευημερία και ποιότητα ζωής στις τοπικές κοινωνίες και στην προστασία και διατήρηση του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας.Σήμερα κιόλας, οφείλουμε να κάνουμε την επιλογή και να προχωρήσουμε στην αλλαγή, για ένα καλύτερο αύριο για όλους μας.
Καλλιόπη Βέττα Βουλευτής Π.Ε. Κοζάνης Τομεάρχης Τουρισμού ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.
Γράψτε μία απάντηση